Θεσπρωτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσπρωτός — ο θηλ. Θεσπρωτή κάτοικος της Θεσπρωτίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θεσπρωτός, Κοσμάς — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Λόγιος κληρικός. Το κοσμικό του όνομα ήταν Κυρίτσης Κότρας. Αποφοίτησε από την Καπλάνειο σχολή το 1815 και εργάστηκε ως δάσκαλος στην Αρτσίστα Ζαγορίου, στην Κόνιτσα και στο Καρπενήσι. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη… … Dictionary of Greek
Θέσπρωτον — Θέσπρωτος masc acc sg Θέσπρωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσπρωτοῖς — Θεσπρωτός masc dat pl Θεσπρωτοί masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσπρωτοί — Θεσπρωτός masc nom/voc pl Θεσπρωτοί masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσπρωτοῦ — Θεσπρωτός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσπρωτούς — Θεσπρωτός masc acc pl Θεσπρωτοί masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσπρωτῶν — Θεσπρωτός masc gen pl Θεσπρωτοί masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσπρωτόν — Θεσπρωτός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)